- γραμματόπλεγμα
- τοσύμπλεγμα γραμμάτων (συνήθως κεφαλαίων), αρχικών ονόματος προσώπου, ιδρύματος, εταιρείας, πολιτείας κ.λπ., το αρκτικόλεξο (π. χ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΟΚ κ.λπ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + πλέγμα. Η λ. γραμματοπλέγματα μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.